παραλογώ

παραλογώ
-άω, και παραλοώ
(στον Ερωτόκρ.) κάνω ή λέω κάτι ανόητο, παραλογίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1810 στο έντυπο Βόσπορος ἐν Βαρυσθένει].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραλόγῳ — παράλογος beyond calculation masc/fem/neut dat sg παράλογος beyond calculation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • неправьдьныи — (173) пр. 1.Основанный на обмане, нечестный; неправильный: Не належи имѣньи неправ‹ь›дьныихъ. (ἀδίκοις) Изб 1076, 135 об.; на неправьдьно ѹбииство || ваю мѹченика. властьствьно съвѣтьствѹюща. Стих 1156–1163, 106 об.–107; да не имѣтсѧ сквьрна… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • παραλογητό — και παραλοητό, το παραλογισμός, ανοησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραλογώ + κατάλ. ητό (πρβλ. παραμιλητό)] …   Dictionary of Greek

  • Κλειτόμαχος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Καρχηδόνιος φιλόσοφος (Καρχηδόνα 187 – Αθήνα 109 π.Χ.). Ταξίδεψε στην Αθήνα σε ηλικία 40 ετών και έγινε μαθητής του Καρνεάδη, τον οποίο διαδέχθηκε στη διεύθυνση της Ακαδημίας το 127 π.Χ. Αναφέρεται το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”